Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ κατέθεσε στη Βουλή, στα μέσα του καλοκαιριού και με κλειστά τα σχολεία, το επίμαχο νομοσχέδιο με τον βαρύγδουπο τίτλο: «Αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών». Ένα νομοσχέδιο που κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τις πρόσφατες αντεργατικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης (εργασιακό, μείωση εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, επαγγελματική αναγνώριση και ισοτιμία των πτυχίων των κολλεγίων με αυτά των πανεπιστημίων κ.ά.).
Το αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο ανατρέπει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου, το δημόσιο χαρακτήρα και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Στη δομή και διοίκηση της εκπαίδευσης αποδομείται το συλλογικό και αποφασιστικό όργανο του Συλλόγου Διδασκόντων με ταυτόχρονη ενίσχυση των εξουσιών του διευθυντή. Ο διευθυντής-μάνατζερ θα αποφασίζει τον «μέντορα» του σχολείου, τους ενδοχολικούς συντοντιστές, την κατανομή των τμημάτων στους εκπαιδευτικούς,την ενδοσχολικήεπιμόρφωση που θα συνυπολογίζεται στην ατομική αξιολόγηση, στην ανεύρεση προσφορών για την παραχώρηση των χώρων του σχολείου και στην εύρεση χορηγιών και ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων. Συνεπώς, η συλλογική και δημοκρατική λειτουργία του σχολείου αποστειρώνεται με τη συγκρότηση μιας μονοπρόσωπης και αυστηρής ιεραρχικά δομής από πάνω προς τα κάτω.
Για πρώτη φορά θεσμοθετείται επίσημα η χρηματοδότηση των σχολείων με δωρεές, χορηγίες και παροχές από τρίτους (άρθρο 93), ενώ ενισχύεται η επιχειρηματική λειτουργία των σχολείων με την ανεύρεση πόρων (άρθρο 92) μέσω αξιοποίησης των σχολικών κτηρίων, υποδομών και εγκαταστάσεων.Παράλληλα, η δυνατότητα επιλογής βιβλίων μεταξύ προσφερόμενων υλοποιείται στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάθεσης-πράξης σε διάφορες συγγραφικές ομάδες, παρά ως απόρροια ενός συνολικού και συλλογικού σχεδιασμού για τα παρεχόμενα βιβλία. Κατά συνέπεια, η λεγόμενη αυτονομία πραγματώνεται με οικονομικούς και όχι παιδαγωγικούς όρους στη λογική της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, όπου τα σχολεία θα λειτουργούν με ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια. Οι σημερινές, υπαρκτές, διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε σχολεία διαφορετικών περιοχών ή ακόμα και εντός το ίδιου Δήμου θα ενταθούν. Σχολικές μονάδες που οι υποδομές τους είναι πιο ελκυστικές, θα βρίσκουν πιο εύκολα χορηγό, θα μπορούν να υλοποιούν εμπορικές δράσεις ενώ άλλα, μη ελκυστικά σχολεία, θα απαξιώνονται και θα καταρρέουν. Τα σχολεία όμως δεν είναι επιχείρηση.
Η δημιουργία διαφορετικών κατηγοριών εκπαιδευτικών εντός του σχολείου (μέντορας, συντονιστής τάξεων), η λειτουργία εκπαιδευτικών ομίλων που αποτελούν απογευματινές δράσεις εθελοντικής βάσης, όπου όσοι ορίζονται ως υπεύθυνοι (από τους διευθυντές) θα «πληρώνονται» με μόρια σε συνδυασμό με την ατομική αξιολόγηση δημιουργούν συνθήκες κατηγοριοποίησης των σχολείων, των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Η ατομική αξιολόγηση συνδέεται με όλες τις δραστηριότητες των εκπαιδευτικών εντός σχολείου αλλά και εκτός, με την αποτίμηση της συμμετοχής όλων στις εθελοντικές συμμετοχές και σε εξωσχολικές δράσεις εκτός ωραρίου, σε επιμορφωτικές δράσεις που προγραμματίζει ο διευθυντής του σχολείου εκτός εργασιακού ωραρίου κλπ. Η επιβολή του φόβου και της χειραγώγησης των εκπαιδευτικών γίνεται με την εισαγωγή των ποινών στο μισθό αν αρνηθούν τη συμμετοχή τους στη διαδικασία, οι «δόκιμοι» εκπαιδευτικοί αν κριθούν μη ικανοποιητικοί, δε μονιμοποιούνται και αποκλείει τους εκπαιδευτικούς για 8 έτη από θέση στελέχους εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν συμμετέχουν σε κάποιο τμήμα της αξιολόγησης (σχολείου ή ατομικής). Οι εκπαιδευτικοί και το δημόσιο σχολείο δε θα γίνουν καλύτεροι με την απειλή, αλλά με τη συνεργασία όλων, δε θα γίνει καλύτερο το σχολείο με την «εξατομικευμένη» πορεία των εκπαιδευτικών που θα εξαρτάται μάλιστα από την «αξιολόγηση» μονοπρόσωπων «αξιολογικών θεσμών».
Επιπλέον, η αξιολόγηση συνδέεται με την επιμόρφωση δημιουργώντας μια στρεβλή αντίληψη της παιδαγωγικής επιστήμης και της αναβάθμισης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου μιας και η επιμόρφωση θα έπρεπε να έχει καθολικό, δημόσιο και περιοδικό χαρακτήρα. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη, ακολουθεί σύνδεση της ατομικής αξιολόγησης τόσο με το μισθολόγιο, με ενδεχόμενες απολύσεις και συνολικά το μοντέλο της αξιολόγησης που εισάγεται λειτουργεί στη βάση επιχειρήσεων παραγωγής και κέρδους, καταλύοντας κάθε παιδαγωγική σχέση και αποτέλεσμα. Οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες έχουν ολοκληρωμένη και κατατιθέμενη πρόταση για τον προγραμματισμό και την αποτίμηση της σχολικής μονάδας το οποίο η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ και η Κυβέρνηση της ΝΔ δε συζήτησε και δεν έλαβε ποτέ υπόψη.
Τέλος, διογκώνεται ξανά ο αριθμός των στελεχών εκπαίδευσης με τους 800 συμβούλους εκπαίδευσης και Επόπτες, που θα αναλάβουν τον επιτελικό ρόλο εφαρμογής της αξιολόγησης. Η εκδίωξη των αιρετών από τα υπηρεσιακά συμβούλια και η αντικατάστασή τους με δοτούς, όπως και ο εξοβελισμός τουςαπό τα συμβούλια επιλογής στελεχών, διευκολύνουν το τοπίο για τη διευθέτηση ημετέρων στις θέσεις στελεχών εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί μια βαθιά αντιδραστικήτομή στη δομή, τη λειτουργία, το περιεχόμενο, τη φιλοσοφία και την παιδαγωγική υπόσταση της δημόσιας εκπαίδευσης και για το λόγο αυτό ως εκπαιδευτική κοινότητα ζητάμε την άμεση απόσυρσή του. Ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. «Δ. Θεοτοκόπουλος» θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για να μην επιτρέψει την εφαρμογή αυτών των αντιεκπαιδευτικών και βαθιά νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων στην εκπαίδευση.
Το επόμενο διάστημα οργανώνουμε την αντίδρασή μας με:
· Πανεκπαιδευτική κινητοποίηση την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου
· Έκτακτη Γενική Συνέλευση με την έναρξη της σχολικής χρονιάς
· Συντονισμό δράσεων των εκπαιδευτικών σωματείων σε επίπεδο Κρήτης
· Εκστρατεία ενημέρωσης της γονεϊκής κοινότητας και από κοινού δράσεις με συλλόγους και ενώσεις γονέων.